- προσπεσόντων
- προσπίτνωfall uponaor part act masc/neut gen plπροσπίτνωfall uponaor imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφοβώ — έω, Α 1. φοβίζω επίσης 2. παθ. συμφοβοῡμαι, έομαι φοβάμαι συγχρόνως («προσπεσόντων αὐτῶν ξυνεφοβήθη καὶ ἡ πρώτη φυλακή», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φοβῶ «φοβίζω»] … Dictionary of Greek